Ο LUDWIG WITTGENSTEIN ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

LUDWIG WITTGENSTEIN

Σήμερα η στήλη μου έχει θέμα τη γλώσσα και τη σύγχρονη φιλοσοφική ενασχόληση μαζί της, η οποία θα μπορούσε κανείς να πει ότι ξεκινά με τη “γέννηση” της σχολής της αναλυτικής φιλοσοφίας και το έργο “Sinn and Nominatum” (“Sense and Reference” στα αγγλικά) του μαθηματικού Gottlob Frege. Το έργο αυτό εξηγεί διάφορους ενδιαφέροντες μηχανισμούς της γλώσσας και ενέπνευσε σπουδαία μυαλά, όπως τον Bertrand Russell, αλλά και τον μαθητή του Ludwig Wittgenstein, να ασχοληθούν με αυτήν εις βάθος. Ο Wittgenstein είναι και το επίκεντρο του σημερινού άρθρου, καθώς θεωρώ πως είναι ένας απ’ τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα.

Ας πάμε όμως λίγο πίσω στον Russell. Μαθηματικός επί το πλείστον, πίστευε πως ένα απ’ τα πιο σημαντικά ζητήματα στη φιλοσοφία ήταν η δημιουργία μιας τέλειας γλώσσας, δηλαδή μιας γλώσσας χωρίς περιττά στοιχεία, έννοιες, κ.λπ. Αυτή η γλώσσα για τον Russell ήταν η γλώσσα της μαθηματικής λογικής και η προσπάθειά του ακολουθεί την επιστημονική αρχή του “Ξυραφιού του Ockham”. Ο William of Ockham ήταν ένας φραγκισκανός φιλόσοφος που είχε πει ότι μεταξύ δύο εξηγήσεων σε ένα ερώτημα, πρέπει πάντα να διαλέγουμε την απλούστερη ή αυτή με τους λιγότερους παράγοντες.

Με τη σειρά του, ο Russell απέκτησε ως μαθητή τον Ludwig Wittgenstein, που για πολλούς (συμπεριλαμβανομένου και εμού) είναι απ’ τους πιο σημαντικούς, αν όχι ο πιο σημαντικός φιλόσοφος του περασμένου αιώνα. O Wittgenstein επηρεάστηκε πολύ απ’ το δάσκαλό του, δύσκολα όμως θα τον έλεγε κανείς “συνεχιστή” του έργου του Russell. Ο νεαρός Αυστριακός ήταν πεπεισμένος ότι τα προβλήματα της φιλοσοφίας ήταν τελικά “προβλήματα της γλώσσας” και ο ρόλος του φιλόσοφου ήταν να “ξεμπερδέψει” τα προβλήματα αυτά. Ασαφείς έννοιες, κενά στην επικοινωνία, δυσκολίες στη μετάφραση, διαφορετικά θεμέλια αντίληψης – πρέπει να κατανοήσουμε πλήρως το πώς λειτουργεί η γλώσσα, ώστε τα φιλοσοφικά προβλήματα να επιλυθούν.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Wittgenstein ολοκλήρωσε μόνο ένα έργο, το “Tractatus Logico-Philosophicus”, το οποίο έχει έκταση μόλις 80 με 90 σελίδες. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο, μιας και δεν είναι ένα συνεχές κείμενο, αλλά μια σειρά από αριθμημένες προτάσεις, με την κάθε πρόταση να αναλύει εις βάθος την προηγούμενη.

Στις σελίδες του, ανάμεσα σε διάφορους θησαυρούς, βρίσκουμε την “απεικονιστική θεωρία του νοήματος της γλώσσας”. Τι λέει αυτή η θεωρία; Ξεκινάει από την παραδοχή ότι ο κόσμος είναι “το σύνολο της ισχύουσας κατάστασης”. Η ισχύουσα κατάσταση με τη σειρά της είναι μια συλλογή από “ατομικά στοιχεία” – όχι με την έννοια της χημείας, σκεφτείτε τα ως γεγονότα. Αυτά, τοποθετημένα σε μια λογική σειρά, δημιουργούν μια “εικόνα”. Η εικόνα αυτή είναι μια εκπροσώπηση της πραγματικότητας και κατά τον ίδιο τρόπο, ακολουθώντας την ίδια αρχιτεκτονική λογική, λειτουργεί και η γλώσσα. Οι λέξεις δηλαδή είναι τα δομικά “ατομικά στοιχεία” και οι προτάσεις οι “εικόνες” της πραγματικότητας.

Κάπου εδώ ο Wittgenstein παράτησε τη φιλοσοφία, δηλώνοντας ότι “έλυσε όλα της τα προβλήματα”. Δεν άργησε όμως να καταλάβει και ο ίδιος πόσο έξω είχε πέσει, στρώθηκε λοιπόν πάλι στη δουλειά.

Κάθε επαφή είναι ένα παιχνίδι, κάθε παιχνίδι έχει κανόνες, και οι κανόνες είναι αυτοί που ορίζουν τα πλαίσια του παιχνιδιού. Μερικές λέξεις αποκτούν άλλο νόημα σε κάποιες περιπτώσεις, γιατί οι κανόνες του παιχνιδιού άλλαξαν, συνεπώς το νόημά τους επηρεάστηκε.

Σε ένα από τα μεταγενέστερα έργα του, τα οποία εκδόθηκαν μετά θάνατον, καθώς μια ομάδα μαθητών του -μεταξύ των οποίων και η σπουδαία G.E.M. Anscombe- συνέλεξαν τις σημειώσεις του και τις επιμελήθηκαν, βρίσκει κανείς μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση για τη λειτουργία της γλώσσας. Στο “Philosophical Investigations”, ο Wittgenstein ξεκινά λέγοντας πως η γλώσσα από τη φύση της χρειάζεται δύο χρήστες. Κάθε φορά που δυο άνθρωποι μιλούν, παίζουν ένα παιχνίδι, το παιχνίδι της γλώσσας, όπως το αποκαλεί.

Οι κανόνες εδώ δεν είναι αυστηροί όπως μας έλεγε στο Tractatus. Αλλάζουν με κάθε νέο παιχνίδι, και κάθε νέα επικοινωνία με κάποιον είναι ένα νέο παιχνίδι. Κάθε επαφή λοιπόν είναι ένα παιχνίδι, κάθε παιχνίδι έχει κανόνες, και οι κανόνες είναι αυτοί που ορίζουν τα πλαίσια του παιχνιδιού. Μερικές λέξεις αποκτούν άλλο νόημα σε κάποιες περιπτώσεις, γιατί οι κανόνες του παιχνιδιού άλλαξαν, συνεπώς το νόημά τους επηρεάστηκε. Πήγαμε λοιπόν απ’ την αυστηρή “εικόνα” που είναι “η πραγματικότητα σε λογική σειρά” σε κάτι ανοιχτό και ελεύθερο που καθορίζεται εκ νέου με κάθε χρήση της γλώσσας…

Δυο πράγματα είναι που θαυμάζω στον Wittgenstein. Το γεγονός ότι είναι “πατέρας” δυο υπέροχων θεωρητικών προσεγγίσεων και το γεγονός ότι η μία αντιτίθεται στην άλλη – τουλάχιστον σύμφωνα με τη συντριπτική πλειοψηφία του ακαδημαϊκού κόσμου. Αυτό δεν θα συνέβαινε εάν ο Wittgenstein δεν είχε το σθένος να ομολογήσει (τουλάχιστον στον εαυτό του) ότι κάτι λάθος -όπως χαρακτήρισε ο ίδιος το έργο του- έκανε και πως έπρεπε να αναθεωρήσει. Να η φιλοσοφία επί το έργον. Να τολμά κάποιος να σκέφτεται συνέχεια και να μη φοβάται να απαρνηθεί το σπουδαίο παρελθόν του, όταν ο αγώνας για την “αλήθεια” το επιτάσσει.