ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

ΑΘΗΝΑ

INFO

Το Μουσείο Ακρόπολης είναι αρχαιολογικό μουσείο επικεντρωμένο στα ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης των Αθηνών. Το μουσείο κτίστηκε για να στεγάσει κάθε αντικείμενο που έχει βρεθεί πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης και στους πρόποδές του καλύπτοντας μία ευρεία χρονική περίοδο από την Μυκηναϊκή περίοδο έως την Ρωμαϊκή και Παλαιοχριστιανική Αθήνα ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται πάνω στον αρχαιολογικό χώρο Μακρυγιάννη, κατάλοιπο των Ρωμαϊκών και πρώιμων βυζαντινών Αθηνών. Το πρώτο μουσείο για τα ευρήματα της Ακρόπολης θεμελιώθηκε στα νοτιοανατολικά του Παρθενώνα στις 30 Δεκεμβρίου 1865 και ολοκληρώθηκε το 1874 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Λίγα χρόνια αργότερα, στις ανασκαφές του 1885–1890, ανακαλύφθηκαν τα γλυπτά που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες κατά την Δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα και το μικρό μουσείο παρουσίασε ανάγκη για περισσότερο χώρο. Γι’ αυτόν τον λόγο κατασκευάστηκε στα 1888 ένα μικρότερο κτήριο στα ανατολικά του υπάρχοντος κτηρίου, στο οποίο τοποθετήθηκαν οι λιγότερο σημαντικές αρχαιότητες.[2]

Κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου πολλά από τα εκθέματα αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στις σπηλιές των γειτονικών λόφων. Επανήλθαν στο μουσείο μετά το τέλος του πολέμου και τοποθετήθηκαν προσωρινά στα 1946 και 1947. Στα 1953 άρχισαν οι εργασίες για την επέκταση του μουσείου σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού: Κατεδαφίστηκε το μικρότερο κτίριο, κτίστηκαν νέες αίθουσες και άλλαξε η διαρρύθμιση των παλιών. Οι πρώτες αίθουσες άνοιξαν το 1956 και η επανέκθεση ολοκληρώθηκε το 1964 με την επιμέλεια του αρχαιολόγου Γιάννη Μηλιάδη.[3]

Παρά τις διαδοχικές επεκτάσεις το κτίριο δεν είχε τις δυνατότητες έκθεσης των ευρημάτων που σταδιακά ανακαλύφθηκαν στον βράχο, ώστε ήδη από το 1974 εγέρθηκε το θέμα της οικοδόμηση ενός νέου κτιρίου. Η ανέγερση νέου μουσείου κρίθηκε επιτακτική καθώς η Ελλάδα άρχισε να προβάλει έντονα το ζήτημα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Για αυτό το σκοπό προκηρύχθηκαν δύο εθνικοί διαγωνισμοί (1976 και 1979), οι οποίοι απέτυχαν καθώς τα επιλεχθέντα οικόπεδα κρίθηκαν ακατάλληλα, ενώ ένας τρίτος διεθνής διαγωνισμός (1989) ακυρώθηκε τελικά το 1999 όταν ανακαλύφθηκε εκτενής αρχαιολογικός χώρος στο οικόπεδο του στρατοπέδου Μακρυγιάννη που είχε επιλεγεί. Στον αρχαιολογικό χώρο αποκαλύφθηκαν ιδιωτικές κατοικίες και εργαστήρια από την Κλασική εποχή 

ως και τα βυζαντινά χρόνια. Μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφών και την διευκρίνηση της στρωματογραφίας επιλέχθηκαν τα σημεία στα οποία επιτρέπονταν η θεμελίωση του κτιρίου.